- χειρονόμος
- χειρονόμ-ος (parox.), ὁ,A one who moves the hands in pantomimic gestures, posture-master, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρονόμος — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες 2. ζωολ. γένος μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια αλλά δεν έχουν νύσσοντα όργανα, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χειρονομίδες αρχ. δάσκαλος τής παντομίμας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χειρονομίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια δίπτερων βραχύκερων εντόμων, με τυπικό το γένος χειρονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chironomidae (< χειρονόμος)] … Dictionary of Greek
Zuckmücken — Chironomus plumosus Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Unterklasse: Fluginsek … Deutsch Wikipedia
CHIROMANTIA — cuius artis ope ex manuum lineamentis diligenter inspectis futura quidam augurantur, antiquissima est et iam Hiobi temporibus viguisle nonnullis creditur, occasione verborum Versionis vulgatae c. 5. v. 7. Qui signat in manu omnia opera eorum. Scd … Hofmann J. Lexicon universale
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
χειρονομία — η, ΝΜΑ [χειρονόμος] νεοελλ. μσν. τρόπος διεύθυνσης εκκλησιαστικής χορωδίας με κινήσεις τού δεξιού χεριού ή τών δαχτύλων τού χοράρχη νεοελλ. 1. αυτόματη, μηχανική κίνηση τών χεριών που γίνεται κατά την ομιλία («μιλούσε με ζωηρές χειρονομίες») 2.… … Dictionary of Greek
χειρονομώ — χειρονομῶ, έω, ΝΑ [χειρονόμος] νεοελλ. 1. κάνω μηχανικές κινήσεις με τα χέρια την ώρα που μιλώ 2. κάνω συνθηματικές κινήσεις με τα χέρια αρχ. 1. κινώ ρυθμικά και κανονικά τα χέρια μου σε αγώνα ή σε χορό 2. (για πυγμάχο) κάνω ασκήσεις, προπονούμαι … Dictionary of Greek